σταυροπηγιακός

σταυροπηγιακός
-ή, -ό, Ν
εκκλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σταυροπήγια
2. φρ. «σταυροπηγιακή μονή» — μονή η οποία υπάγεται στην εποπτεία και δικαιοδοσία τού οικουμενικού πατριάρχη ή τής διοικητικής κεφαλής μιας αυτοκέφαλης εκκλησίας και μ' αυτό τον τρόπο αποσυνδέεται από τη διοικητική εποπτεία τού επιχώριου μητροπολίτη ή επισκόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυροπήγιον. Η λ. μαρτυρείται από το 1797 στα Έγγραφα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σταυροπηγιακός — ή, ό μοναστήρι που υπάγεται κατευθείαν στον πατριάρχη κι όχι στον επίσκοπο της περιοχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”